- Νικηράτου
- Νικήρατοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο, Αρχαιολογικό Πειραιά — Το μουσείο στεγάζεται σε ένα κτίριο του 1966 (Χαριλάου Τρικούπη 31). Ανακαινίστηκε και εμπλουτίστηκε με τη συλλογή κεραμικής και μικροαντικειμένων το 1998, την ίδια χρονιά που τελείωσε και η αναστήλωση του μεγαλύτερου ταφικού μνημείου στην Ελλάδα … Dictionary of Greek
άγος — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
αγός — Όροςμε τον οποίο οι αρχαίοι Έλληνες χαρακτήριζαν το μίασμα, την κατάρα, την οργή θεού που παρακολουθεί τον ένοχο ενός εγκλήματος. Εναγείς μπορούσαν να είναι όχι μόνο άντρες ή γυναίκες, αλλά και ολόκληρες πόλεις και κράτη εξαιτίας του εγκλήματος… … Dictionary of Greek
μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… … Dictionary of Greek
Ευκράτης — I Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Ε. ο Νικηράτου (5ος αι. π.Χ.). Αθηναίος πολιτικός, αδελφός του Νικία, μέλος της μερίδας που αντιτάχτηκε στους πιεστικούς όρους της Σπάρτης μετά την ήττα στους Αιγός ποταμούς. Θανατώθηκε από τους Τριάκοντα τυράννους … Dictionary of Greek
Νικίας — I (περ. 470 – 413 π.Χ.). Αθηναίος στρατηγός και πολιτικός. Γιος του Νικηράτου, πλουσιότατος, έντιμος, οπαδός της παράδοσης και συντηρητικός στην πολιτική, κατέκτησε γρήγορα την εύνοια του λαού εκλεγόμενος από το 428 27 σχεδόν κάθε χρόνο στρατηγός … Dictionary of Greek